αεροφυλάκιο

αεροφυλάκιο
Δοχείο που περιέχει πεπιεσμένο αέρα, προοριζόμενο κυρίως για τη χρησιμοποίησή του στην εκκίνηση των πετρελαιομηχανών. Λέγεται και αεροφιάλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεροδόκη — η θάλαμος που περιέχει πεπιεσμένο αέρα, αεροφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + δόκη < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”